nett ΕΠΊΘ
1. nett (liebenswert):
2. nett (angenehm):
- nett Abend, Fest
-
- nett Abend, Fest
-
nett ΕΠΊΘ
- nett
- sympa οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.