I. graulen [ˈgraʊlən] οικ ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ
II. graulen [ˈgraʊlən] οικ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
| es | grault |
|---|
| es | graulte |
|---|
| es | hat | gegrault |
|---|
| es | hatte | gegrault |
|---|
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.