I. grauenhaft, grauenvoll ΕΠΊΘ
1. grauenhaft (entsetzlich):
2. grauenhaft οικ (schrecklich):
- grauenhaft Durcheinander, Lärm
-
- grauenhaft Bild, Musik
-
II. grauenhaft, grauenvoll ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.