Kommission <-, -en> [kɔmɪˈsjoːn] ΟΥΣ θηλ
1. Kommission (Ausschuss):
- Kommission
- commission θηλ
- die Europäische Kommission
-
Kommission θηλ
EG-Kommission ΟΥΣ θηλ χωρίς πλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- EG-Kommission
-
EU-Kommission [eːˈʔuː-] ΟΥΣ θηλ
- EU-Kommission
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.