I. waa·ge·recht [ˈva:gərɛçt], waag·recht [ˈva:krɛçt] ΕΠΊΘ
II. waa·ge·recht [ˈva:gərɛçt], waag·recht [ˈva:krɛçt] ΕΠΊΡΡ
- senkrechter/waagrechter Stollen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- senkrechter/waagrechter Stollen
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- w
- WAA
- Waadt
- Waadtländer Alpen
- Waage
- waagrechter
- Waagschale
- wabbelig
- wabbeln
- wabblig
- Wabe