I. ver·rä·te·risch ΕΠΊΘ
1. verräterisch (auf Verrat zielend):
2. verräterisch (etw andeutend):
3. verräterisch ΝΟΜ:
II. ver·rä·te·risch ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.