I. schwüls·tig [ˈʃvʏlstɪç] ΕΠΊΘ μειωτ
II. schwüls·tig [ˈʃvʏlstɪç] ΕΠΊΡΡ μειωτ
schwuls·tig [ˈʃvʊlstɪç] ΕΠΊΘ
1. schwulstig (geschwollen):
2. schwulstig A (schwülstig):
- rhetorically speak, write
- schwülstig μειωτ
-
- schwülstig μειωτ
- saccharine love story
-
- turgid speech, style, writing
- schwülstig μτφ μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.