I. schieds·rich·ter·lich ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. schiedsrichterlich ΝΟΜ:
- schiedsrichterlich
-
- schiedsrichterlich
-
2. schiedsrichterlich ΑΘΛ:
- schiedsrichterlich
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.