

I. nach·läs·sig [ˈna:xlɛsɪç] ΕΠΊΘ
II. nach·läs·sig [ˈna:xlɛsɪç] ΕΠΊΡΡ
1. nachlässig (unsorgfältig):
2. nachlässig (schlampig):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.