 
  
 I. mo·no·ton [monoˈto:n] ΕΠΊΘ
1. monoton (eintönig):
2. monoton (ohne Abwechslung):
II. mo·no·ton [monoˈto:n] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 