I. mis·si·o·na·risch [mɪsi̯oˈna:rɪʃ] ΕΠΊΘ τυπικ
- missionarisch
-
II. mis·si·o·na·risch [mɪsi̯oˈna:rɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- missionarisch
-
-
- missionarisch
- evangelical μτφ
- missionarisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.