στο λεξικό PONS
mehr·jäh·rig ΕΠΊΘ προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mehrjährige Umschuldungsvereinbarung phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- mehrjährige Umschuldungsvereinbarung
-
-
- mehrjährige Umschuldungsvereinbarung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- mehrjährige Pflanzen