στο λεξικό PONS
maß·ge·schnei·dert ΕΠΊΘ
1. maßgeschneidert (nach Maß gefertigt):
-
- Pharmagenomics ειδικ ορολ pl (Verbindung von pharmazeutischer Genetik und Bioinformatik, um maßgeschneiderte Medikamente zu erzeugen)
-
- maßgeschneidert a. μτφ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
maßgeschneidert ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Pharmagenomics ειδικ ορολ pl (Verbindung von pharmazeutischer Genetik und Bioinformatik, um maßgeschneiderte Medikamente zu erzeugen)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Masseur
- Masseuse
- Mass Function
- Maßgabe
- maßgebend
- maßgeschneiderte
- Maß halten
- maßhalten
- Maßhaltigkeit
- massieren
- massig