I. ge·räusch·voll ΕΠΊΘ
- geräuschvoll
-
- geräuschvoll (unangenehm a.)
-
II. ge·räusch·voll ΕΠΊΡΡ
- geräuschvoll
-
- geräuschvoll (unangenehm a.)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.