I. frus·triert ΡΉΜΑ
frustriert μετ παρακειμ und 3. pers. ενικ von frustrieren
II. frus·triert ΕΠΊΘ
- frustriert
-
frus·trie·ren* [frʊsˈtri:rən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
- jdn frustriert etw
- sth is frustrating sb
frus·trie·ren* [frʊsˈtri:rən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
- jdn frustriert etw
- sth is frustrating sb
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.