ein·mo·na·tig ΕΠΊΘ προσδιορ
1. einmonatig (einen Monat dauernd):
2. einmonatig (einen Monat alt):
-
- eine einmonatige Kündigungsfrist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.