Weg·ge·fähr·te (-ge·fähr·tin) <-n, -n; -, -nen> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. Weggefährte (Begleiter auf einer Wanderung):
- Weggefährte (-ge·fähr·tin)
-
2. Weggefährte ΠΟΛΙΤ (Gesinnungsgenosse):
- Weggefährte (-ge·fähr·tin)
-
Weggefährte, Weggefährtin ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.