στο λεξικό PONS
Spit·zen·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Spitzenwert ΜΑΘ, ΟΙΚΟΝ:
2. Spitzenwert ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Spitzenwert ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Spitzenwert αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.