στο λεξικό PONS
 
 I. sim·pel [ˈzɪmpl̩] ΕΠΊΘ
II. sim·pel [ˈzɪmpl̩] ΕΠΊΡΡ
-  simpel
 -  
 
 
 -  
 -  simpel
 
-  
 -  simpel τυπικ
 
-  
 -  CH a. Simpel αρσ
 
-  simple food, dress
 -  simpel
 
-  
 -  Simpel αρσ <-s, -> ιδιωμ
 
-  
 -  Simpel αρσ <-s, -> ιδιωμ
 
-  
 -  simpel
 
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
 simpel
-  simpel
 -  
 
 
 -  
 -  simpel
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.