Schwer·ge·wicht·ler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Schwergewichtler → Schwergewicht
Schwer·ge·wicht <-(e)s, -e-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
1. Schwergewicht (Gewichtsklasse):
2. Schwergewicht (Sportler):
3. Schwergewicht (Schwerpunkt):
-
- Schwergewichtler(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Schwergewichtler(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.