στο λεξικό PONS
Pro·ku·ra <-, Prokuren> [proˈku:ra, πλ -ku:rən] ΟΥΣ θηλ τυπικ
-
- Prokura θηλ <-, Pro·ku̱·ren> ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Prokura ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Prokura (handelsrechtliche Vollmacht, die nur Kaufleuten erteilt werden kann)
-
-
- Prokura θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.