Po·ten·ti·al <-s, -e> [potɛnˈtsi̯a:l] ΟΥΣ ουδ
Potential → Potenzial
Po·ten·zi·al <-s, -e> [potɛnˈtsi̯a:l] ΟΥΣ ουδ
1. Potenzial τυπικ (Möglichkeiten):
-
- potential
2. Potenzial ΦΥΣ:
-
- potential
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.