Or·di·na·ti·on <-, -en> [ɔrdinaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Ordination ΘΡΗΣΚ (Einsetzung in ein Amt):
- Ordination
- ordination
2. Ordination ΙΑΤΡ (Verordnung):
- Ordination
-
Ordination ΟΥΣ
-
- Ordination θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
- ordination
- Ordination θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.