στο λεξικό PONS
Nieß·brau·cher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
-
- Nießbraucher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nießbraucher ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Nießbraucher (Begünstigter aus dem Nießbrauch)
-
- Nießbraucher (Begünstigter aus dem Nießbrauch)
-
-
- Nießbraucher αρσ
-
- Nießbraucher αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- lebenslänglicher Nießbraucher
- lebenslänglicher Nießbraucher