στο λεξικό PONS
Mei·len·stein <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ a. μτφ
- Meilenstein
-
- milepost μτφ
- Meilenstein αρσ <-(e)s, -e> μτφ
-
- Meilenstein αρσ <-(e)s, -e> a. μτφ
-
- Meilenstein αρσ <-(e)s, -e> τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.