στο λεξικό PONS
Ver·kaufs·re·kord <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Re·kord·hoch ΟΥΣ ουδ
Re·kord·jahr <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Re·kord·tief ΟΥΣ ουδ
Re·kord·zeit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Re·kord·wert ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rekordwert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Rekordhoch ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.