Kämp·fer(in) <-s, -> [ˈkɛmpfɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
3. Kämpfer (engagierter Streiter):
4. Kämpfer ΟΙΚΟΔ:
- Kämpfer(in)
-
Kamp·fer <-s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
-
- Kämpfer(in) αρσ (θηλ) <-s, -> μτφ
-
- Kämpfer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Kämpfer αρσ <-s, ->
-
- alter Kämpfer αρσ
-
- Kämpfer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Kämpfer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.