στο λεξικό PONS
Junk-Bond <-s, -s> [ˈdʒaŋkbɔnt] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Junk-Bond (Risikoanleihe)
- junk bond
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Junk Bond ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- junk bond
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.