στο λεξικό PONS
Hilfs·or·ga·ni·sa·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Hilfsorganisation
-
-
- Hilfsorganisation θηλ <-, -en>
-
- Amerikanische Internationale Hilfsorganisation
-
- Hilfsorganisation θηλ <-, -en>
-
- Hilfsorganisation θηλ <-, -en>
-
- eingetragene [o. offiziell anerkannte] Hilfsorganisation
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Hilfsorganisation
-
- Hilfsorganisation
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.