στο λεξικό PONS
Durch·gangs·ver·kehr <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ ΜΕΤΑΦΟΡΈς
1. Durchgangsverkehr (durchgehender Ortsverkehr):
2. Durchgangsverkehr (Transitverkehr):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Durchgangsverkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.