στο λεξικό PONS
Ma·schi·nen·teil ΟΥΣ ουδ
CNC-Dreh·ma·schi·ne ΟΥΣ θηλ ΤΕΧΝΟΛ
Ma·schi·nen·meis·ter(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Maschinenmeister (Aufsicht im Betrieb):
2. Maschinenmeister ΤΥΠΟΓΡ:
Ma·schi·nen·bau·er(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ma·schi·nen·stür·mer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) μειωτ ιστ
- Maschinenstürmer(in)
- Luddite ιστ
Ma·schi·nen·schlos·ser(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ma·schi·nen·te·le·graf ΟΥΣ αρσ ΝΑΥΣ
ma·schi·ne(n)·ge·schrie·ben ΕΠΊΘ ΟΔΓ, ma·schin·ge·schrie·ben ΕΠΊΘ A
Drehmaschine ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Maschinen und maschinelle Anlagen phrase ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Maschinenwesen im Baubetrieb
Zugmaschine öffentlicher Verkehr, ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
-
- truck αμερικ
Splittstreumaschine ΟΥΣ θηλ (Sand: auf glatten Straßen)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Kältemaschinenöl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.