στο λεξικό PONS
Boy·kott <-[e]s, -e [o. -s]> [bɔyˈkɔt] ΟΥΣ αρσ
- Boykott
-
- weicher Boykott
-
-
- Boykott αρσ <-(e)s, -e>
-
- Boykott αρσ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Boykott αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- weicher Boykott