στο λεξικό PONS
Di·vi·den·den·wer·te ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Mi·nen·wer·te ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Bo·den·wel·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Periodenwert ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Börsenwerte ΟΥΣ αρσ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Rentenwerte ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Dividendenwert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.