στο λεξικό PONS
Bör·sen·um·satz·steu·er <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Bör·sen·um·satz·vo·lu·men <-s, -volumina> ΟΥΣ ουδ
Bör·sen·um·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Börsenumsatzsteuer ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenumsatz ΟΥΣ αρσ
- totaler Börsenumsatz ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
Börsenumfeld ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.