An·nehm·lich·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ meist πλ
1. Annehmlichkeit (Bequemlichkeit):
- Annehmlichkeit
-
- Annehmlichkeit
-
2. Annehmlichkeit ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Vorteil):
- Annehmlichkeit
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.