I. vicieux (-euse) [visjø, -jøz] ΕΠΊΘ
1. vicieux:
2. vicieux οικ (vache, tordu):
3. vicieux (rétif):
- vicieux (-euse) cheval
-
4. vicieux ΑΘΛ:
- vicieux (-euse) balle, tir
-
II. vicieux (-euse) [visjø, -jøz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.