solitude [sɔlityd] ΟΥΣ θηλ
1. solitude (isolement):
- solitude
- Einsamkeit θηλ
- solitude
- Vereinsamung θηλ
2. solitude (tranquillité):
- solitude
- Alleinsein ουδ
- solitude
- Abgeschiedenheit θηλ
3. solitude (lieu solitaire):
- solitude
- Einsamkeit θηλ
- solitude
- Abgeschiedenheit θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.