décevant(e) [des(ə)vɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
I. survivant(e) [syʀvivɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. survivant(e) [syʀvivɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.