I. rafraichirNO [ʀafʀeʃiʀ], rafraîchirOT ΡΉΜΑ μεταβ
1. rafraichir (refroidir):
2. rafraichir (raviver):
- rafraichir (couleurs, mémoire, idées)
-
- rafraichir (appartement)
-
- rafraichir (tableau, meubles)
-
- rafraichir (vêtement)
-
II. rafraichirNO [ʀafʀeʃiʀ], rafraîchirOT ΡΉΜΑ αμετάβ
III. rafraichirNO [ʀafʀeʃiʀ], rafraîchirOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se rafraichir
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.