policé(e) [pɔlise] ΕΠΊΘ
1. policé:
2. policé (surveillé):
- policé(e) manifestation
-
police θηλ
-
- Schriftart θηλ
police θηλ
police1 [pɔlis] ΟΥΣ θηλ
police sans πλ:
II. police1 [pɔlis]
police2 [pɔlis] ΟΥΣ θηλ
1. police:
2. police Η/Υ:
-
- Font αρσ
police ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.