mystérieuse [misteʀjøz] ΟΥΣ θηλ
mystérieux <πλ mystérieux> [misteʀjø] ΟΥΣ αρσ
1. mystérieux:
2. mystérieux (personne):
mystérieux (-euse) [misteʀjø, -jøz] ΕΠΊΘ
1. mystérieux:
- mystérieux (-euse)
-
2. mystérieux (étrange):
3. mystérieux (occulte):
- mystérieux (-euse)
-
4. mystérieux (entouré(e) de mystère, ténébreux):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.