I. multiple [myltipl] ΕΠΊΘ
1. multiple (nombreux):
- multiple
-
2. multiple (varié):
- multiple aspects, raisons, choix
-
- multiple cas
-
3. multiple (maints):
4. multiple (complexe):
- multiple
-
- fracture multiple
-
5. multiple ΤΕΧΝΟΛ, Η/Υ:
7. multiple ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- multiple cours
-
sous-multiple <sous-multiples> [sumyltipl] ΟΥΣ αρσ
- sous-multiple
- Untereinheit θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.