lent(e) [lɑ͂, lɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. lent:
2. lent (qui met du temps à opérer):
-  lent(e)
-  
-  lent(e) poison
-  
lent(e) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
