I. joueur (-euse) [ʒwœʀ, -øz] ΕΠΊΘ
II. joueur (-euse) [ʒwœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ, ΑΘΛ
-  joueur de tennis professionnel/joueuse de tennis professionnelle
 -  Tennisprofi αρσ
 
-  
 -  Nachwuchsspieler(in)
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- joueur de tennis professionnel/joueuse de tennis professionnelle
 - Tennisprofi αρσ