désespérant(e) [dezɛspeʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. désespérant λογοτεχνικό:
2. désespérant (décourageant):
3. désespérant (désagréable):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.