I. costaud(e) [kɔsto, od] rare au fém οικ ΕΠΊΘ
2. costaud (trapu):
- costaud(e)
-
3. costaud (résistant):
- costaud(e)
-
- costaud(e) ficelle, tissu
-
- costaud(e) ficelle, tissu
-
- costaud(e) meuble, voiture
-
4. costaud (calé):
- costaud(e)
- beschlagen οικ
costaud ΟΥΣ
- costaud
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.