bourgeois <πλ bourgeois> [buʀʒwa] ΟΥΣ αρσ
1. bourgeois:
2. bourgeois μειωτ:
bourgeois(e) [buʀʒwa, waz] ΕΠΊΘ
1. bourgeois:
2. bourgeois μειωτ (étroitement conservateur):
- bourgeois(e)
- spießbürgerlich pej
I. petit-bourgeois (petite-bourgeoise) <petits-bourgeois> [p(ə)tibuʀʒwa, p(ə)titbuʀʒwaz] ΕΠΊΘ μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.