- bourgeois
-
- bourgeois
- Bürger αρσ
- bourgeois(e)
-
- bourgeois(e)
- spießbürgerlich pej
- bourgeois(e) ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.