I. bœuf [bœf, bø] ΟΥΣ αρσ
1. bœuf ΖΩΟΛ:
- bœuf
- Rind ουδ
2. bœuf (↔ taureau, vache):
- bœuf
- Ochse αρσ
3. bœuf ΜΑΓΕΙΡ:
4. bœuf ΜΟΥΣ:
- bœuf γαλλ αργκό
- Jamsession θηλ
ιδιωτισμοί:
II. bœuf [bœf, bø] ΠΑΡΆΘ αμετάβλ
œil-de-bœuf <œils-de-bœuf> [œjdəbœf] ΟΥΣ αρσ
1. œil-de-bœuf ΒΟΤ:
-
- Ochsenauge ουδ
2. œil-de-bœuf (fenêtre ronde ou ovale):
-
- Ochsenauge ουδ
-
- Rundfenster ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.