Schwein <-s, -e> [ʃvaɪn] ΟΥΣ ουδ
2. Schwein οικ (Schweinefleisch):
4. Schwein αργκ (gemeiner, unangenehmer Mensch):
5. Schwein οικ (unsauberer, obszöner Mensch):
- Schwein
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.